τεριγιάκι

τεριγιάκι
το, Ν
άκλ. (στην ιαπωνική κουζίνα) τρόφιμα μαγειρευμένα στη σχάρα και γλασαρισμένα σε ένα αρωματικό μίγμα από σάλτσα σόγιας, σακέ και ζάχαρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. teriyaki].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”